- γλουτός
- ο (AM γλουτός)μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστενεοελλ.ναυτ. γλουτοί, οιτα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμήαρχ.πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τάαρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < *glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < *glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια τού «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας τού οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση τού οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός].
Dictionary of Greek. 2013.